μόνιππος — single horse masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονίπποις — μόνιππος single horse masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονίππους — μόνιππος single horse masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονίππων — μόνιππος single horse masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονίππῳ — μόνιππος single horse masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόνιπποι — μόνιππος single horse masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MONATOR — Hesychio μονάτωρ, κέλης, ἵππος καὶ ἱππαςτὴς, καὶ εἶδος νεὼς καὶ μονάτωρ, celes, equus et eques, et navigii species et monator; Sic enim Latini e Graeco dixerunt equum singularem et αζευκτον, aliter simplum, in veteri Epigramm. de Circo. Lunae… … Hofmann J. Lexicon universale
SINGULATOR — in Glossis ἱππαςτὴςκέλης; Hesychio μονάτωρ est, monator, uti Latini ex Graeco dixisse videntur, Graece enim μονάτωρ deduci non potest: eques est, qui solô ac singulari equô vehit; Μονιππος quoque Graecis et μονάμπυξ, quod posteris Latine ad… … Hofmann J. Lexicon universale
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek