μόνιππος

μόνιππος
-η, -ο (ΑΜ μόνιππος -ον)
νεοελλ.
1. (για όχημα) αυτός που σύρεται από ένα μόνο άλογο
2. το ουδ. ως ουσ. το μόνιππο
άμαξα που σύρεται από ένα μόνο άλογο
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ό μόνιππος
άλογο ελεύθερο το οποίο τρέχει χωρίς άρμα σε ιπποδρομία
2. ιππέας που χρησιμοποιεί ένα μόνο άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + ἵππος (πρβλ. λεύκ-ιππος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μόνιππος — single horse masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονίπποις — μόνιππος single horse masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονίππους — μόνιππος single horse masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονίππων — μόνιππος single horse masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονίππῳ — μόνιππος single horse masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόνιπποι — μόνιππος single horse masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MONATOR — Hesychio μονάτωρ, κέλης, ἵππος καὶ ἱππαςτὴς, καὶ εἶδος νεὼς καὶ μονάτωρ, celes, equus et eques, et navigii species et monator; Sic enim Latini e Graeco dixerunt equum singularem et αζευκτον, aliter simplum, in veteri Epigramm. de Circo. Lunae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SINGULATOR — in Glossis ἱππαςτὴςκέλης; Hesychio μονάτωρ est, monator, uti Latini ex Graeco dixisse videntur, Graece enim μονάτωρ deduci non potest: eques est, qui solô ac singulari equô vehit; Μονιππος quoque Graecis et μονάμπυξ, quod posteris Latine ad… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”